Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2011

Χωρόχρονος ανοιχτός στην Ουτοπία

 
"Αλλά η ψυχή αν θέλει να γνωρίσει τον εαυτό της 
σ' άλλη ψυχή πρέπει να δει σαν σε καθρέφτη." 
 



Αχ! εσύ τρυφερέ γέροντα, Παλαιέ των ημερών μας. Μιλούσες για πράγματα που δεν βλέπαμε και μεις καγχάζαμε. Καθηλωμένοι στις πεποιθήσεις μας.

Αδιαπέραστοι και αμετάκλητοι. Σαν χελώνες. Θωρακισμένοι στο κέλυφος της ματαιότητας που είναι το εγώ, εμείς ζήσαμε το θαύμα της συνύπαρξης ο καθένας για τον εαυτό του. Ανέπαφοι, αδαπάνητοι.

Κακοί μαθητές ενός παράξενου Ζήνωνα.

Έτσι συναντιόμαστε, χρόνια τώρα, σε γενικές συνελεύσεις κι αλλού, ώσπου να συντριβούν οι ασύμπτωτοι πόθοι μας πάνω στα σκληρά κελύφη.

Αλλά τώρα εδώ, στην καρδιά του Φθινοπώρου, ένας νέος κύκλος ανοίγει για μας μ' ορμή. Συγκρότημα Τζαβέλα, οργανωτική ένα, το κτιριακό, οι άνεργοι συνάδελφοι και κείνος ο μικρός μαθητής του νυχτερινού που αυτοκτόνησε από μοναξιά, ο σύντροφος που διαλύθηκε, σαν νάταν το μυαλό του κόκκοι άμμου. 

Κι ο άλλος, ο σεσημασμένος εξάγγελος, να μας εκπροσωπεί, λέει, στην ΟΛΜΕ ξεστομίζοντας από καθέδρας λογίδρια για τον αγωνιστή Τεμπονέρα...

Αλλά κι εμείς. Χρόνια τώρα. Τα ιδιαίτερά μας -αυτά τα σκοτεινά αντικείμενα του πόθου μας- κι οι υπερωρίες που δεν αρνηθήκαμε. Οι φωτιές που δεν ανάψαμε μέσα σε αίθουσες διδασκαλίας, οι μαθητές μας που περιφρονήσαμε και καταστείλαμε, τα άθλια βιβλία που διαιωνίσαμε.

Η φρίκη του κόσμου που μας παριέβαλε, που την είπαμε ευσχήμως κτιριακό, και την καθημερινοποιήσαμε χαμηλώνοντας στο ύψος της και το ανάστημά μας. Οι σφραγίδες που ενθέρμως φυλάξαμε, και τα κάδρα των ωραίων νεκρών που ξεσκονίσαμε.

Γενική συνέλευση τώρα. Το προεδρείο. Οι ομιλητές. Απαγορεύονται οι ερωτήσεις. Να μην πυροδοτείται ο διάλογος συνάδελφοι. Θα τηρηθεί αυστηρά το τρίλεπτο. Χωράει τα πάντα. Και τις σιωπές και τις αμηχανίες. Σφιχτές διαδικασίες. Το κοινό που αδημονεί και κουράζεται. Φώτα. Φύγαμε, πάμε! 
 
Προγραμματιστές της ίδιας μας της υπόστασης, συναντιόμαστε σε χρόνους μιας γλυκερής ημιπαρανομίας, με προηγούμενη πάντα την κραταιά νομιμότητα. Οικογένεια, καριέρα, αποδοχή, σύγκλιση προς το "πολιτικώς ορθόν". Αχθοφόροι ενός φαιδρού "πολιτικώς ορθού", συναντιόμαστε σε τοπία όπου καμιά Ποιητική δεν ψηλαφείται καμιά μελλούμενη Πολιτεία δεν τραγουδιέται. Γιατί εμείς "ονειρευόμαστε με σύστημα". 
 
Ένα τυχαίο άθροισμα σημείων η συντροφιά μας. Όχι ενδιαίτημα σημασίας και νοήματος αλλά σπηλιά, όπου κανένα ρίγος δεν θα μας διαπεράσει και κανένας έρωτας δεν θα μας βρει να μας προεκτείνει.

Τώρα, βετεράνοι εμείς, εμείς που κάποτε κατοικήσαμε τα όνειρά μας, εκφωνούμε σφιχτούς τρίλεπτους, κι είναι σα να κλείνουμε με σημασία το μάτι στο κοινό μας. Τσακίζει κόκκαλα η συναλλαγή. Γίνεται αδυσώπητος ο αδαπάνητος.

Γιατί δεν είναι άξιον το ανεξαργύρωτον, είπαμε.

Και το σώμα πήρε το σχήμα της ιδιοτέλειας και γερνάμε σκληρά, υψώνοντας το κεφάλι, προβάλλοντας το σαγόνι, φουσκώνοντας το στήθος, σαν για να ξεχωρίσουμε, μα στ' αλήθεια για να αποφύγουμε τη στάθμη μιας θάλασσας που μας ρουφά ανεπαισθήτως.

Γιατί ξεχάσαμε πως η φορά της νέας ζωής περνά μέσ' από τον Άλλο. Γιατί αγαπήσαμε τηβέννους και μικρόφωνα κι ένα πουκάμισο αδειανό.

Γιατί αποστηθίσαμε τον Μαρξ ή τον Πιερ Μπουρντιέ αλλά μας έθελξε η Πόπη Τσουκάτου και το σύστημά της.

Και στην υγρασία των ματιών του Νίκου, του Σταμάτη, της Μπίας, της Ελένης, της Ηλέκτρας, της Ρωξάνης δεν καθρεφτίστηκε ποτέ η ψυχή μας.

Και δεν είδαμε. Πως υπάρχει ένας τρόπος ν' απορείς και να διακρίνεσαι ενώ εμπιστεύεσαι. 

Κι ο τρόπος αυτός μαθαίνεται στην αλληλεγγύη.

Εκεί όπου ο χωρόχρονος δεν είναι χρήμα ή σύστημα αλλά ένα ηρακλείτειο παιδί ανοιχτό στην Ουτοπία.

Γιατί εδώ, στη τρομερή κόψη της Ουτοπίας που είναι η Σχέση γεννιέται η ψυχή των πραγμάτων και η φωτεινή Ιστορία των ανθρώπων.

Στα σκοτεινά, τις νύχτες, εκτινάσσονται μυαλά, σαν νάταν κόκκοι άμμου.  
 
_____________________________________________________
Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά τον Νοέμβριο του 1996 στην εφημερίδα "Ρήξεις στην Εκπαίδευση". Αναδημοσιεύτηκε, 15 χρόνια μετά, στο περιοδικό ΝΤΟΥέΝΤΕ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου