Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

Οι πορφυροί μου φίλοι.
    Υάκινθοι.  
                     Συνανθώ.
                                                 ΜΑΡΙΑ ΤΑΤΑΡΑΚΗ

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

...Οι παλιοί μας δάσκαλοι

"Θυμότανε κανείς γέροντες δασκάλους που
μας άφησαν ορφανούς"
Γ. Σεφέρης


   Εν αρχή ην ο Λόγος. Ένας λόγος ανίκητος στη Μάχη. Μια διαλεκτική θεώρηση των πραγμάτων. Μια ερωτική συμφωνία ζωής. Που πάντα συντελείται. Άλλοτε σε φωτεινές αίθουσες διδασκαλίας κι άλλοτε πάλι, μέσα στο δάσος, πλάι στο ποτάμι. Ισορροπώντας στη φοβερή κόψη της σχέσης δασκάλου-μαθητή. Στη φωτιά αυτής της σχέσης. Στη γοητεία της που δεν καταλύεται. Μια μικρούλα λέξη που αυθαδιάζει στα βιβλία του Πλάτωνα. Ένα ταπεινό σύν-ειμι. Αυτό, που οι σοφολογιότατοι το είπανε "διδάσκων", παραδίδω δηλαδή μαθήματα σκαρφαλωμένος σε έδρανα και βάθρα, αντήχησε ως συνύπαρξη, στη σκέψη του τρυφερού γέροντα. Ως συν-ουσία!
   Οι παλιοί μας δάσκαλοι μύριζαν λεβάντα και μανταρίνι και πριν προχωρήσουν στην παράδοση του παρακάτω μαθήματος, μας προετοίμαζαν στοργικά. Έπειτα έριχναν ένα σπίρτο στις ψυχές μας και τις πυρπολούσαν. Χαμογελούσαν κι έλεγαν πως το πένθος δεν ταιριάζει στην Ηλέκτρα. Θέλει πήδημα τίγρισσας μες τις ιδέες, μας έλεγαν, και την αλήθεια να την γυρέψουμε στις πηγές της. Μας έλεγαν ακόμη πως θα χρειαστεί ν' αναλωθούμε σε θηριώδεις αγρύπνιες και ν' αποκρυπτογραφήσουμε φθαρμένα χειρόγραφα, πριν φτάσουμε ν' αγγίξουμε μια γνώση ικανή να μεταμορφώσει τον κόσμο.
   Γιατί η φύση αγαπάει να κρύβεται. Κι αυτό ποτέ δεν εξαργυρώνεται. Είναι αμύθητο. Και πάντοτε εκτός διδακτέας ύλης. Οι παλιοί μας δάσκαλοι χάθηκαν στη σιωπή. Αλλά διατηρούνται εντός μας. Είναι ο ρυθμός στη σκέψη μας και η συναρμογή στις συντροφιές μας. Είναι αυτό που δονεί τις διαδηλώσεις μας και απειλεί την εξουσία.
   Γιατί ισχυρή όσο το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και αρχαία όσο και η ιστορία μας είναι η επιθυμία της Εξουσίας ν' αγγίζει τους ανθρώπους. Και να τους μεταμορφώνει σε ανδράποδα. Το μυαλό σκοτεινιάζει τότε, η λειτουργία της μνήμης διακόπτεται, κι εκείνοι που κάποτε υπήρξαν σκεπτόμενοι, που κάποτε - εξαιτίας μιας εκκεντρικής νεότητας - υπήρξαν επαναστατημένοι, γίνονται μισθοφόροι. Συνδαιτημόνες του Πρίγκηπα. Αναλαμβάνουν το χρέος να παραστήσουν ως ορθό αυτό που μόνο στον χώρο της τελετουργίας μπορεί να ανιχνευθεί. Και θέτουν την κραταιά εμπιστοσύνη τους στην υπηρεσία μιας ύποπτης τάξης πραγμάτων.
   Είναι οι εγγράμματοι μανδαρίνοι του συστήματος, οι εξάγγελοι της Ιδιωτείας. Συνδαιτημόνες και συνομιλητές του Πρίγκηπα, είναι οι "κύριοι πρυτάνεις", οι στιβαροί "πανεπιστημιακοί δάσκαλοι" που περιφέρουν τις ασύστολες καριέρες τους σε δεξιώσεις, ακαδημίες και τηλοψίες. Σ' ένα συγκλονιστικό Τίποτα. Οφείλουν να διαλαλήσουν πως ο πόλεμος θα υπερτερήσει συντριπτικώς.
   Είναι οι υβριστές, που θα διδάξουν τον Πρίγκιπα να τρυπώνει στους θεσμούς και στα φωτεινά τοπία της Ιστορίας, από κερκόπορτες και πόρτες υπηρεσίας. Σαν φάντασμα και σαν σκιά. Που θα προσδώσουν κύρος στο εικονικό, και θα κατασκευάσουν πρόσωπο στο ανυπόστατο.
   Είναι οι πολυμαθείς! "Πολυμαθίη νόον έχειν ου διδάσκει...", είπε γι' αυτούς ο διαυγής Εφέσιος.
   Είναι οι ηδονικοί Ελπήνορες. Ο Δημόκριτος έκλαψε σαν παιδί για τον ανεόρταστο βίο αυτών των ανθρώπων και τους παρέδωσε στη δικαιοσύνη του Χρόνου.
   Στην κοινωνία των πολιτών, αυτοί διακρίνονται όπως το κούφιο στάχυ στα χωράφια. Αγνοώντας δραματικά, πως η ωριμότητα περιφρουρεί το σπόρο της σεμνά.
   Είναι μοιραίοι. Ζητούν να διακριθούν μα η φύση τους γίνεται ολοένα και πιο απόμακρη καθώς αυτοί βυθίζονται στο χώμα της λήθης.


   Εμείς οι καθηγητές απεργούμε για λόγους συνείδησης. Παλεύουμε άοπλοι στη θλίψη τόσης απουσίας. Αλλά τις νύχτες ονειρευόμαστε τους μαθητές μας. Ονειρευόμαστε γέροντες δασκάλους που μας άφησαν ορφανούς. Τις νύχτες αγρυπνούμε κι η θλίψη μας γίνεται Λάμπουσα. "Ο ήχος βουβός γονάτισε και προσεύχεται κει που 'γειρε ο ήλιος κόκκινος. Και 'μεις προσμένουμε γονατιστοί... μασώντας κρύα ελεημοσύνη..." Αλέξης Δαμιανός
                                                                     _________________________________________________________
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η εποχή", στις 2/2/1997.

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011






«Το σχολείο είναι θεσμός υπεράσπισης και περιφρούρησης της νεότητας, τοπίο συνύπαρξης, όπου το αντίθετο, μ' ένα πάθος αμοιβαιότητας, ασκεί έλξη και γοητεία στο αντίθετο, κι εδώ, στην κόψη αυτής της έλξης, στη φωτιά της σχέσης δασκάλου και μαθητή γεννιέται η Ιστορία, ο πολιτισμός του ανθρώπου, η ψυχή των πραγμάτων.

Περιφρονώ βαθύτατα κάθε εξουσία ή προϊστάμενη αρχή, που στο όνομα μιας αφηρημένης, διάτρητης και αμφισβητήσιμης, υπαλληλικής δεοντολογίας, επιθυμεί να καθυποτάξει τις εντός του σχολείου παλλόμενες συνειδήσεις.

Χρεώθηκα να διδάξω στους μαθητές μου το δικαίωμα τους στο λάθος, την επιείκεια την ανοχή και τη συγγνώμη.
Και θα μείνω εδώ, στην Οδύνη της Πράξης, συντροφιά με τους μαθητές μου. Μαζί τους ζητάω ένα σχολείο ζεστό και ανθρώπινο, που να μη μας απειλεί και να μη μας κάνει να ντρεπόμαστε γι αυτό.

Αρνούμαι να αναλύσω τη νύχτα στη φρίκη της, αρνούμαι να εθίσω τους μαθητές μου στην αποθηριοποίηση.  Αρνούμαι να τους διδάξω τη γραμματική των πιθήκων. 

Ζητώ την ουσιαστική συμπαράστασή σας.»

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ’95


                                                                     «Ω λυτή αστραπή ...»  

                                                                                  Οδ. Ελύτης 
               
  Σκύψαμε με κατάνυξη σε φθαρμένα χειρόγραφα –παρατημένα στη σκόνη του καιρού– κι αφουγκραστήκαμε, σαν σε κοχύλι της θάλασσας, τους χτύπους της καρδιάς αυτής της πατρίδας: «Ύβριν χρη σβεννύναι μάλλον, η πυρκαϊήν».
  Είδαμε την πυρακτωμένη ωραιότητα των προσώπων. Τον ιερό πόνο.
  Πήραμε στα χέρια μας δάκρυα – υποσχέσεις, αξίας αμύθητης.

«Και αφού σε εξοντώσουν θα ’ναι ακόμα ωραίος ο κόσμος.
Εξαιτίας σου
Η καρδιά σου –καρδιά
Πραγματική στη θέση εκείνης που μας
Πήρανε
Ακόμη θα χτυπά και μια ευγνωμοσύνη
Από τα δέντρα που άγγιξες θα μας σκεπάζει
Ω λυτή αστραπή και πως σε ξαναδένουν.»

  Οι νέοι αγαπούν σπάταλα και απερίσκεπτα. Δεν αποβλέπουν στη συναλλαγή, δεν δίνουν αντιπαροχή ελευθερία και αξιοπρέπεια.
  Ο περίγυρος μετρά πάντα τη λογική σκοπιμότητα της πράξης. Η παραφορά της αγάπης, του είναι αδιανόητη, γιατί ξεφεύγει από τη λογική της συναλλαγής. Αφήνουμε λοιπόν στον περίγυρο, ακαδημαϊκό και φρόνιμο, να διεκπεραιώσει το ...χρέος. Να αρθροίσει λάθη, να υποπτευθεί σκοπιμότητες, να βαθμολογήσει αμηχανίες, να εκτιμήσει ζημιές ή κέρδη.
  -Ορέστης: Ω βασιλιά μου Απόλλωνα προστάτευσέ με από τις Ερινύες αυτές... * Τριγυρνάμε χρόνια σε ξεχασμένα τοπία της Αθήνας και του Πειραιά. Σε σχολεία κολαστήρια κι αποθήκες ψυχών περιττών. Νυχτερινά. Όπου η Τάξη απειλεί κι οι δάσκαλοι λειαίνουν με λίπος απάθειας νέους θωρακισμένους μηχανισμούς καταστολής και τρόμου, παραιτημένοι σφραγιδοφύλακες, ψυχαμοιβοί με τόση λίγη ελπίδα, που κι ο θάνατος ακόμη φαίνεται νάχει δίκιο. Εκεί που η νύχτα αναλύεται στη φρίκη της, εκεί υπάρχουνε παιδιά που αντιστέκονται, για ν’ αποδείξουν πως ο κόσμος έγινε στο ανάστημά τους. Είναι οι μικροί μας Γνώριμοι, ο Σπύρος, η Χριστίνα, η Κατερίνα, τα παιδιά ενός άλλου Πολυτεχνείου, η προέκταση του ονείρου μας, οι μικροί πρίγκηπες της δυτικής όχθης.
  Οι ανορθόγραφοι, οι αγράμματοι, οι αλήτες –πειθαρχώντας στην αρμονία ρημάτων εσωτερικών που ποτέ κανένας λογιότατος δεν τους τα δίδαξε. Τους παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα να αυτοσχεδιάζουν δραματικά, να πάλλονται και να σκιρτούν επινοώντας το λόγο τους, αρθρώνοντας την περηφάνεια τους στον πανικό ενός περίγυρου εθισμένου στη σιωπή ή τον ψίθυρο.
  «Κράτησε μου το χέρι, φοβάμαι· η αλληλεγγύη είναι το όπλο μας.»
  Σαν Οδυσσεία που κύρτωσαν, στρέψαμε τα μάτια κατά τα βράχια.
  Σκαρφαλωμένες κι άφθαρτες μένουν εκεί και μας καλούν σε ταξιδάκια αναψυχής και καριέρες ασύστολες, οι σειρήνες του ασήμαντου. Εκεί στα βράχια σβήνει και χάνεται το ασημένιο νόημα μιας Ιστορίας που χρεωθήκαμε να δώσουμε στα παιδιά και μεις την αρνηθήκαμε.
  Στρέψαμε τα μάτια κατά Άνοιξη.
  Υποκλιθήκαμε στην αρετή του αφιλόκερδου πάθους.
  Του πάθους που δεν θέλει τον άνθρωπο ούτε δούλο ούτε έμπορο της ίδιας του της ζωής. Του ανατρεπτικού πάθους που περνά και χλευάζει κάθε μονοσήμαντη, μίζερη, υποκριτική και μικρόψυχη θέαση ζωής.
  Που περιφρονεί βαθύτατα τη θλίψη μιας ανεχούς συναλλαγής.
  Που είναι επιθυμία κι άρωμα συνύπαρξης.
  Είδαμε παιδιά που μαρτύρησαν κι έγειραν σε τελετές αποτρόπαιες.
  Με μαύρα ρούχα κι αλλόκοτα μαλλιά, αγόρια και κορίτσια με μιαν υπέροχη θλίψη στα μάτια, με σημαίες και όνειρα να τραγουδούν τραγούδια που τόσο νοσταλγήσαμε και αγαπάμε... Του μέλλοντός τους... στην κόψη της Ουτοπίας γεννιέται η ψυχή των πραγμάτων

                                                                                                                                                         μ.τ.
                                                                                                     4ο Εσπερινό ΤΕΛ Καμινίων 17.11.95

______________________________________________________________________________
Δημοσιεύτηκε την 1η Νοεμβρίου του 1995 στην εφημερίδα "Ρήξεις στην Εκπαίδευση". Στις 17 του Νοέμβρη, διμοιρίες των Μ.Α.Τ. πέρασαν τις πύλες του Πολυτεχνείου για πρώτη φορά μετά τη μεταπολίτευση. Συνέλαβαν 500 άτομα. Ανάμεσά τους 150 ανήλικοι.

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

Θαύματα και μάγια

Φωτογραφία: Lucien Clergue, Jeune danseuse gitane 1961

Αγαπητοί γονείς. Η βαθύτερη συνείδηση μιας αλήθειας που μας φώτισε επιβάλλει ένα βαθύτατο χρέος. Σε φωτεινές αίθουσες διδασκαλίας κι ανοιχτά αμφιθέατρα γαλουχηθήκαμε εμείς. Σε διαυγή τοπία Ιστορίας. Απ' το προδομένο Μανιάκι, εκεί που άφησε την πνοή του ο πρώτος Αρμόδιος των σχολειών του Αγώνα, ο Γρηγόριος Δικαίος, ώς τη μαρτυρική νύχτα του συντρόφου Τεμπονέρα. Που έκανε το σώμα του Σκέπη, να μείνουν ανέγγιχτα απ' την κρατική βία τα παιδιά, οι καταληψίες μαθητές του. Απλή η τέχνη των δασκάλων εκείνων. Η τέχνη τους είναι σ' ένα ευχαριστώ, που χρεωθήκαμε ως ανθρώπινες υπάρξεις. Στο μικρούλι τους ευ και στην χάρη, που η γλώσσα μας την είπε μεγαλείο ψυχής. Η τέχνη τους είναι χρέος μας, και χρέος μας είναι η ευζωία. Να ζούμε με αξιοπρέπεια απ' τον μισθό μας. Κι ο επιούσιός μας, τα παιδιά σας. Ούτε θα τα προδώσουμε, ούτε θα επιτρέψουμε στην πολιτική Εξουσία "να καταντήσει τα παιδιά αυτά, θεατές λόγων και ακροατές έργων". Ακόμα μια φορά, δάσκαλοι εμείς, θα οδηγηθούμε συνειδητά στην Ηνίοχον Πράξιν. Σπουδαία Πράξις και τελεία.

Κι η απεργία μας θα ορχηθεί στους ιριδισμούς ενός αναδυθέντος Οχτώβρη. Ακόμα μια φορά... Ακόμα ένας Οχτώβρης πλαστουργός κι οδηγητής. Για να σωθεί ο έκπαγλος λογισμός του έρωτα, που είναι η μαθησιακή περιπέτεια. "Ωραία που ήταν τα λόγια σας! Και τα λόγια σας, ο κοινός σας πόθος ν' ανταμώσουμε ξανά, έπλεκαν το ωραιότερο στεφάνι στην εργασία του σχολείου. Επέτυχε τον πρώτο και τελικό σκοπό κάθε σχολείου, να μορφώσει χαρακτήρες".

(Από επιστολή του Αλέξανδρου Δελμούζου, στις παλιές του μαθήτριες του Πρότυπου Σχολείου του Βόλου, στα 1911, όταν το πολιτικό και εκκλησιαστικό ιερατείο της πόλης, αναθεμάτισε κι έκλεισε βίαια το σχολείο αυτό.)

Αγαπητοί γονείς,

Την Πέμπτη, 5 Οκτωβρίου, ξημερώνει η μέρα του Εκπαιδευτικού. Με σιδερένιες γροθιές θα το γράψει στον ιλουστρέ "Τύπο" της η καθεστηκυία τάξη. Το εγκάθετο ιερατείο. 
Αλλά εμείς θα ζούμε σαν από θαύματα και μάγια. Εμείς θα νιώθουμε σαν εκείνους τους ιθαγενείς, που χορεύουν τη βροχή, την εποχή που χίλιες φωνές μέσα τους, τους λένε πως οι ρίζες των δέντρων διψάνε και πως το χώμα επιθυμεί να συνεργήσει. Ας συν-εργήσουμε. Είναι η δικιά μας ώρα. Καίρια και αλληλέγγυα. Για να δέσει καρπό ο κοινός μόχθος. Τα παιδιά είναι η προέκταση των ονείρων μας. Και σεις και μεις τους χρωστάμε ένα γλυκύ μέλλον κι ένα αγαπητικό παρόν. Ας ανταμώσουμε λοιπόν. Ν' αναδυθεί ξανά εντός μας η Ίρις, σαν σημασία και σαν αγάπη. 

«Στο ακίνητο σημείο βρίσκεται ο χορός»  Τ. S. Eliot

Μια απεργός καθηγήτρια



_________________________________________________________
Κυκλοφόρησε χέρι με χέρι τον Οχτώβρη του 2006 στις πορείες των εκπαιδευτικών, διαβάστηκε στην ραδιοφωνική εκπομπή του Δημήτρη Παπαχρήστου, και δημοσιεύτηκε (ελαφρώς λογοκριμένο) στην Ελευθεροτυπία στις 10/10/2006.

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

Πατρίδα ιμερόεσσα, χαριτωμένη

Στους καιρούς της Μικρασιατικής Τραγωδίας, της ψυχρόαιμης Πρέβεζας και των Ιδανικών Αυτοχείρων, ~ τότε, που ακόμη, ~ Χάρις και Ίμερος πήγαιναν μαζί, σαν σε Πινδάρειους στίχους ο ποιητής έγραφε, είχε, ακόμη και τότε, την πολυτέλεια να γράφει: «- - κι η ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε.»
   Ενίοτε, και το Καλό, είναι κοινότοπο.
Κι ο αυτοσαρκασμός Χρέος.
Τότε που η Νηρηίδα Λευκοθέη από τα βάθη της θάλασσας πιάνει να υφαίνει ένα αμύθητο μαντήλι
και συντελείται η ενανθρώπιση τότε.
Σε ταπεινά γυρογυάλια.
Γενέθλια.
Τόσο πολύ που αγαπήθηκε εκείνος ο ποιητής...

Αν όμως τότε ο αυτοσαρκασμός ήταν χρέος και πολυτέλεια, κεντημένα, με φύκια κι όστρακα πέπλα, σήμερα είναι συνθήκη αυτοσυντήρησης. Ιμεροδέρκεια. Λινό κυμάτισμα πόθου. Ένα πυρφόρο Καλωσόρισες.
«~ ~ κι η Ποίηση είναι το καταφύγιο που ποθούμε.»
   Γιατί πάντα θα σταθεί απέναντι ένας οξυδερκής αλλότριος.

Που, έχοντας γευτεί σάρκα από την σάρκα σου, θα ενδιαφερθεί περαιτέρω να εξιχνιάσει το μύχιο. «Φύσις κρύπτεσθαι φιλεί.» Καλά...
Εκείνος θα επιμείνει να ανακρίνει ό,τι, εξαιτίας της συμπάθειας μόνο, θα του φανερωνόταν.
«Ποιό είναι το όνομά σου; Θα σε ρωτήσει. Αχάριστος. Τον πόλεμον δεδιδαγμένος.»

Nobody θα απαντήσεις.
Η αφή είναι ικεσία όχι (υφ)αρπαγή.
Γιατί τότε τα πλάσματα, υπό το κράτος φόβου και τρόμου - υποχωρούν. Θαρρείς εξαϋλώνονται.
Ο απόλυτος ιδεαλισμός.
Η πάλι στροβιλίζονται σ' έναν ατέρμονα χορό μεταμφιεσμένων.
Η απόλυτη νεύρωση.

Για τους ανεκτίμητους φίλους μου, που τρελάθηκαν στα καταφύγια, οι λέξεις μου.
Για τον Παύλο, και την Κατερίνα, και τον Γιώργο, και τον Νικόλα.
Τους φιλέταιρους και ομόρρυθμους. 
Λίκνο ονείρων και μίσχος λουλουδιών. 
Έτσι ευθράστοι.
Κύκνεια ενθυμήματα οι λέξεις μου της σιωπής των Σκοπευτηρίων.
Σκοτεινές μάνες.
Διδάσκουν το πένθος σ' αγόρια που ξελογιάστηκαν από μάγισσες. Στα δάση της οργής.

Κορίτσια οι λέξεις μου. Παλαιϊκά κορίτσια.
Στο χρώμα της ώχρας.
Παίρνουν τον δρόμο που οδηγεί κατά τον Νότο της Πλάσης.
Ικέτιδες.
Κρατώντας στα χέρια τους
Κατά την ρήσην της Ποίησης ~ πήλινες υδρίες.
Το μέλλον επιφυλάσσει πολλή ξηρασία.
Ροδόσταμο οι λέξεις μου.
Μικρές Πατρίδες. -

__________________________________________________________
Το τελευταίο κείμενο της Μαρίας Ταταράκη. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Αυγή" στις 11/07/2010. 

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2011

Χωρόχρονος ανοιχτός στην Ουτοπία

 
"Αλλά η ψυχή αν θέλει να γνωρίσει τον εαυτό της 
σ' άλλη ψυχή πρέπει να δει σαν σε καθρέφτη." 
 



Αχ! εσύ τρυφερέ γέροντα, Παλαιέ των ημερών μας. Μιλούσες για πράγματα που δεν βλέπαμε και μεις καγχάζαμε. Καθηλωμένοι στις πεποιθήσεις μας.

Αδιαπέραστοι και αμετάκλητοι. Σαν χελώνες. Θωρακισμένοι στο κέλυφος της ματαιότητας που είναι το εγώ, εμείς ζήσαμε το θαύμα της συνύπαρξης ο καθένας για τον εαυτό του. Ανέπαφοι, αδαπάνητοι.

Κακοί μαθητές ενός παράξενου Ζήνωνα.

Έτσι συναντιόμαστε, χρόνια τώρα, σε γενικές συνελεύσεις κι αλλού, ώσπου να συντριβούν οι ασύμπτωτοι πόθοι μας πάνω στα σκληρά κελύφη.

Αλλά τώρα εδώ, στην καρδιά του Φθινοπώρου, ένας νέος κύκλος ανοίγει για μας μ' ορμή. Συγκρότημα Τζαβέλα, οργανωτική ένα, το κτιριακό, οι άνεργοι συνάδελφοι και κείνος ο μικρός μαθητής του νυχτερινού που αυτοκτόνησε από μοναξιά, ο σύντροφος που διαλύθηκε, σαν νάταν το μυαλό του κόκκοι άμμου. 

Κι ο άλλος, ο σεσημασμένος εξάγγελος, να μας εκπροσωπεί, λέει, στην ΟΛΜΕ ξεστομίζοντας από καθέδρας λογίδρια για τον αγωνιστή Τεμπονέρα...

Αλλά κι εμείς. Χρόνια τώρα. Τα ιδιαίτερά μας -αυτά τα σκοτεινά αντικείμενα του πόθου μας- κι οι υπερωρίες που δεν αρνηθήκαμε. Οι φωτιές που δεν ανάψαμε μέσα σε αίθουσες διδασκαλίας, οι μαθητές μας που περιφρονήσαμε και καταστείλαμε, τα άθλια βιβλία που διαιωνίσαμε.

Η φρίκη του κόσμου που μας παριέβαλε, που την είπαμε ευσχήμως κτιριακό, και την καθημερινοποιήσαμε χαμηλώνοντας στο ύψος της και το ανάστημά μας. Οι σφραγίδες που ενθέρμως φυλάξαμε, και τα κάδρα των ωραίων νεκρών που ξεσκονίσαμε.

Γενική συνέλευση τώρα. Το προεδρείο. Οι ομιλητές. Απαγορεύονται οι ερωτήσεις. Να μην πυροδοτείται ο διάλογος συνάδελφοι. Θα τηρηθεί αυστηρά το τρίλεπτο. Χωράει τα πάντα. Και τις σιωπές και τις αμηχανίες. Σφιχτές διαδικασίες. Το κοινό που αδημονεί και κουράζεται. Φώτα. Φύγαμε, πάμε! 
 
Προγραμματιστές της ίδιας μας της υπόστασης, συναντιόμαστε σε χρόνους μιας γλυκερής ημιπαρανομίας, με προηγούμενη πάντα την κραταιά νομιμότητα. Οικογένεια, καριέρα, αποδοχή, σύγκλιση προς το "πολιτικώς ορθόν". Αχθοφόροι ενός φαιδρού "πολιτικώς ορθού", συναντιόμαστε σε τοπία όπου καμιά Ποιητική δεν ψηλαφείται καμιά μελλούμενη Πολιτεία δεν τραγουδιέται. Γιατί εμείς "ονειρευόμαστε με σύστημα". 
 
Ένα τυχαίο άθροισμα σημείων η συντροφιά μας. Όχι ενδιαίτημα σημασίας και νοήματος αλλά σπηλιά, όπου κανένα ρίγος δεν θα μας διαπεράσει και κανένας έρωτας δεν θα μας βρει να μας προεκτείνει.

Τώρα, βετεράνοι εμείς, εμείς που κάποτε κατοικήσαμε τα όνειρά μας, εκφωνούμε σφιχτούς τρίλεπτους, κι είναι σα να κλείνουμε με σημασία το μάτι στο κοινό μας. Τσακίζει κόκκαλα η συναλλαγή. Γίνεται αδυσώπητος ο αδαπάνητος.

Γιατί δεν είναι άξιον το ανεξαργύρωτον, είπαμε.

Και το σώμα πήρε το σχήμα της ιδιοτέλειας και γερνάμε σκληρά, υψώνοντας το κεφάλι, προβάλλοντας το σαγόνι, φουσκώνοντας το στήθος, σαν για να ξεχωρίσουμε, μα στ' αλήθεια για να αποφύγουμε τη στάθμη μιας θάλασσας που μας ρουφά ανεπαισθήτως.

Γιατί ξεχάσαμε πως η φορά της νέας ζωής περνά μέσ' από τον Άλλο. Γιατί αγαπήσαμε τηβέννους και μικρόφωνα κι ένα πουκάμισο αδειανό.

Γιατί αποστηθίσαμε τον Μαρξ ή τον Πιερ Μπουρντιέ αλλά μας έθελξε η Πόπη Τσουκάτου και το σύστημά της.

Και στην υγρασία των ματιών του Νίκου, του Σταμάτη, της Μπίας, της Ελένης, της Ηλέκτρας, της Ρωξάνης δεν καθρεφτίστηκε ποτέ η ψυχή μας.

Και δεν είδαμε. Πως υπάρχει ένας τρόπος ν' απορείς και να διακρίνεσαι ενώ εμπιστεύεσαι. 

Κι ο τρόπος αυτός μαθαίνεται στην αλληλεγγύη.

Εκεί όπου ο χωρόχρονος δεν είναι χρήμα ή σύστημα αλλά ένα ηρακλείτειο παιδί ανοιχτό στην Ουτοπία.

Γιατί εδώ, στη τρομερή κόψη της Ουτοπίας που είναι η Σχέση γεννιέται η ψυχή των πραγμάτων και η φωτεινή Ιστορία των ανθρώπων.

Στα σκοτεινά, τις νύχτες, εκτινάσσονται μυαλά, σαν νάταν κόκκοι άμμου.  
 
_____________________________________________________
Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά τον Νοέμβριο του 1996 στην εφημερίδα "Ρήξεις στην Εκπαίδευση". Αναδημοσιεύτηκε, 15 χρόνια μετά, στο περιοδικό ΝΤΟΥέΝΤΕ.