Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

Σημείωμα για το ποιητικό έργο της Μαρίας Ταταράκη


«Ποιος αναλαμβάνει να χρεωθεί στον ρόλο του το δέος, αυτό είναι το ζήτημα. Από μιαν άποψη, Κανείς. Σαν κι εκείνα τα μακρυνά από το Γαλαξία μας ρεμβαστικά άστρα, που βρέθηκε πως δε μας φτάνει το φως τους παρά μόνο όταν έχουν κιόλας σβήσει. Λαμπαδιάζουνε καμιά φορά τον κόσμο πεθαμένα.»   
                                                                                                        Μάριος Μαρκίδης



Ολόκληρη η προβληματική της Μαρίας Ταταράκη μπορεί να τοποθετηθεί πάνω σε ένα μεταίχμιο˙  η ίδια το ονόμασε  « Κόψη της Ουτοπίας ».

Θα μπορούσε να πει κανείς, τηρουμένων των αναλογιών, ότι κατά τον τρόπο που ένας Οδυσσέας Ελύτης εμπνεύστηκε από την διαφάνεια και τον ελληνικό ήλιο, η Μαρία Ταταράκη άντλησε τις εικόνες και τους μύθους της ποίησής της από την Σχέση˙ τον αόρατο ήλιο που γίνεται αισθητός όταν δυο ή περισσότεροι άνθρωποι συνεργούν. Σε καιρούς όπου η ίδια η έννοια του ανθρώπου χρειάζεται επαναπροσδιορισμό, η Σχέση δεν αποτελεί δοθέν στοιχείο της πραγματικότητας, αλλά συνεχές διακύβευμα.

Μικρό είναι το άνοιγμα που αφήνουν οι φειδωλές εκφραστικές απόπειρες της Μαρίας Ταταράκη˙ το ευεργετικό τους αποτέλεσμα όμως, μεγάλο. Και θα 'ταν να λυπάται κανείς που ένα εύρος δυνατοτήτων τόσο απέραντο για την έκφραση έμεινε ανεκμετάλλευτο, αν - όπως χαρακτηριστικά έχει πει ο Οδυσσέας Ελύτης για τον Ρωμανό τον Μελωδό - οι φωτεινές εκλάμψεις δεν έμοιαζαν αρκετές για να συμψηφίσουνε την απώλεια.

Δεν θα συναντήσει κανείς στο έργο της Μαρίας Ταταράκη ποιήματά αναπτυγμένα με σκοπό την εκπλήρωση της αποστολής τους μόνον με το σύνολό τους, και όχι και με τα καθ' έκαστον μέρη τους. Η επίπεδη αυτή έκφραση μένει έξω από την ιδιοσυγκρασία και το ιδίωμά της.

Ο λόγος της έχει μια πρισματική μορφή. Τα ποιήματά της επενεργούν στον αναγνώστη όπως οι υμνογραφίες του Ρωμανού του Μελωδού, δηλαδή, για να δανειστώ πάλι τα λόγια του Ελύτη:

« Όχι μόνο με το σύνολό τους αλλά και τμηματικά, κομματιαστά, χάρη σ' αυτές τις προεξοχές, σ' αυτούς τους κρυστάλλους όπου αποκορυφώνεται η οξύτητα του πνεύματος. Πρόκειται για ρήσεις όπου τα μέταλλα της γλώσσας και των εικονιστικών στοιχείων συγχωνεύονται και όπου η διατύπωση μιας αλήθειας είναι και η διέγερση ενός κόσμου αφομοιώσιμου από την προσληπτικότητα της φαντασίας μας.»

Η ποίηση της Μαρίας Ταταράκη είναι ένα καλειδοσκόπιο. Βρίθει από σημειολογικά στοιχεία και αντανακλάσεις των στίχων της Σαπφώς, του Γιώργου Σεφέρη, του Οδυσσέα Ελύτη, του Μιχάλη Κατσαρού, του Μάριου Μαρκίδη, κ.α. Κλεισίματα του ματιού σε στιχουργούς, όπως η Λίνα Νικολακοπούλου, ο Λουδοβίκος των Ανωγείων, ο Μανώλης Ρασούλης. Ακόμα και αναφορές στα στενά φιλικά της πρόσωπα, ο γραπτός λόγος των οποίων την ενέπνεε και την συντρόφευε. Συνολικά, πρόκειται για μια ποίηση βαθιά προσωπική, αλλά ταυτόχρονα ευρισκόμενη σε συνεχή διάλογο με τους ανά τους αιώνες μετέχοντες της ελληνικής παιδείας.

Δεν πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι το λογοτεχνικό έργο της Ταταράκη λειτουργεί παράλληλα και ως μια συγκριτική φιλολογική σύνθεση (το αντίθετο από αυτό που αποκαλείται συνήθως 'φιλολογική ανάλυση'). Στα κείμενά της συναντούμε εξίσου την ποιήτρια όσο και την φιλόλογο˙ ενώ δηλαδή το κάθε κείμενο έχει την αυτοτελή λογοτεχνική του αξία, διαθέτει και ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης υπό το πρίσμα των πηγών στις οποίες αναφέρεται. Το μεγαλύτερο κομμάτι του έργου της Ταταράκη έχει την διττή αυτή υπόσταση και συχνά μόνο αν ερμηνευθεί συναρτήσει των πηγών του αποκαλύπτεται το ολοκληρωμένο του νόημα.

Η Ταταράκη είναι τόσο ποιήτρια του μύθου, όσο και των λέξεων. Άντλησε και αυτή από την μεγάλη παράδοση των Προσωκρατικών. Είναι μια ποιήτρια η οποία βρέθηκε πολύ κοντά στον Εμπεδοκλή, στον Παρμενίδη και στον Ηράκλειτο. Ποιητές φιλοσόφους, φιλοσόφους της γλώσσας, οι οποίοι - κατά τον Κώστα Γεωργουσόπουλο - είδαν την τραγωδία μέσα στη λέξη, δηλαδή το νόημα μέσα στην προσπάθεια του ανθρώπου να κάνει γλώσσα τον κόσμο.

Η τραγωδία της Ταταράκη βρίσκεται μέσα στη γλωσσική της σύγκρουση με μια παράδοση που ξεκινάει από τον Όμηρο και φτάνει έως την σπαραχτική κραυγή των Αγίων των Εξαρχείων.

Είναι μια παραμυθού, αλλά μέσα από το παραμύθι της βγαίνει αυτή η ελληνική πίκρα για τη μοίρα αυτού του τόπου - μα και η ειδολογική πίκρα για τη μοίρα του ανθρώπινου πλάσματος. Πάνω απ' όλα, είναι μια ποιήτρια γένους θηλυκού. Ως γυναίκα γράφει, ιχνογραφώντας αποενοχοποιημένα μια θηλυκή διάσταση της φύσης και της ψυχής, που αποφεύγεται συχνά από τους ομότεχνούς της. Πρέπει να τονιστεί επίσης, ότι η ποίηση της Ταταράκη, δεν είναι γραμμένη από τα 'ρετιρέ' αλλά ούτε και από τα 'υπόγεια'. Είναι μια ποίηση γραμμένη από το ύψος των ματιών. Εκεί όπου θα 'πρεπε να σταθεί κανείς για να αντικρίσει πραγματικά τον συνάνθρωπό του.