Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011

Παλεύουμε άοπλοι στη θλίψη τόσης απουσίας. Αλλά τις νύχτες ονειρευόμαστε τους μαθητές μας. Ονειρευόμαστε γέροντες δασκάλους που μας άφησαν ορφανούς. Τις νύχτες αγρυπνούμε κι η θλίψη μας γίνεται Λάμπουσα.



Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

Βάκχες


Άφησε τις λέξεις σου
στις όχθες των δακρύων μου
Ν αναδυθούνε νούφαρα κι αστέρια
Κι ο φθόνος των ανθρώπων
Να κοπεί στα δυο
Γιατί από παλιά έχει γραφτεί
~ Απ τους ουράνιους εκείνους ~ 
Να μη φοβούνται οι ποιητές τα φαύλα.

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011

Του Μάνου


Στιγμούλα πριν το χάραμα τα

πάντα ακινητεί. Το Σύμπαν αναπαύεται

στέλνοντας νέγρικα
blues στ’ αστέρι των

ονείρων του. Το εκλεκτόν!


Το χαμένο, αιώνες τώρα, για τη σωτηρία.


~ Πάντα κάποιοι προηγούνται

στα κάλαντα τις πρωτοχρονιές.




_____________________________________________________
Γράφτηκε το Σάββατο 31.8.02

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011


«Ένα κοχύλι κρύβω. Ένα σελιδοδείκτη. Θα
τα πω αμύθητα. Υλικά προοπτικής. Είναι τα
λάφυρα  ενός  αγώνα που δεν έχει συντριβή
και θρίαμβο. Γιατί δεν έχει τέλος...»
                                    ΜΑΡΙΑ ΤΑΤΑΡΑΚΗ | Σιγά, η Παιδεία ιερουργεί

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2011

Αγχιβασίης αμυθήτου, γόνιμος γραμμή

«Μπροστά σ’ αυτή την Πράξη, μετράει μόνο η σιωπή.»


Σιωπή Σειρήνων. Ακατάλυτη!


-Η Χριστίνα ύψωσε τα χέρια κι ήταν σαν να ιερουργούσε
Τα χέρια της γινήκανε φτερά. Υψώθηκε, Πάει ~ ~ ~ ~ ~
Ημέρα Τρίτη μιας αποτρόπαιης Άνοιξης.
Γλυκύτατό μου. Πώς έδυσε η πυρακτωμένη ωραιότης του προσώπου σου!
Ω, ναι! Η ωραία ανθισταμένη είναι ένα κλαράκι που έγειρε.


- Να έρχεσαι στον ύπνο μου συχνά, Χριστίνα. Όπως άλλωστε μου το είχες υποσχεθεί.
Γιατί τα όνειρα, σαν μύχια μαντικά είναι. Βγαίνουν αληθινά,
αν τα γυρέψεις.
Μα... πες μου Χριστίνα. Στον Παράδεισο ονειρευόμαστε;


- Πλάσμα ανθρώπινο, συλλεκτικής αξίας, ήταν η Χριστίνα.
Σαν τις χρυσαλλίδες· ή σαν εκείνα τα μπρονζέ αγγελάκια
που κρύβαμε με κατάνυξη στα παιδικά μας λευκώματα
Ψυχούλα ήτανε. Που κατέβηκε, θαρρείς στην γη, για να ξεχρεώσει εγκλήματα που ποτέ δεν διέπραξε.


- Ο άνθρωπος, έλεγε, είναι ευαίσθητος και εύθραστος, σαν μια σταγόνα πρωϊνής δροσιάς. Ή σαν μίσχος.
Το μεγαλείο του είναι ότι το γνωρίζει. Αν το γνωρίζει...
Εκείνη το γνώρισε καλά.


«Άγια του ποιήματος σιωπή. Σαν αργοπορημένη ανθοφορία.»


- Όταν χόρευες Χριστίνα, άνθιζες. Ανέτελλες. Γινόσουν ήλιος.
Η ελλάμπουσα!
Κι έπειτα πάλι άλλαζες μορφή. Κάποια Μαρία της Ανατολής, κάποια εταίρα ήσουν. Που κοίταξε στα μάτια τον αγαπημένο της και ψιθύρισε: Είναι το παιδί ενός ανθρώπου. Σεβαστικά και ταπεινά του πήρε τα δάκρυα.
Ένας Εσσαίος ήταν εκείνος. Δεν τον πρόδωσε.


«Διαλείπουσα μελαγχολία. Ίσως και ψύχωση. Ή ακόμα και σχιζοφρένεια.»
διέγνωσαν ψυχαμοιβοί, παρισινού ναρκισσισμού και άγριας ιδιοφυίας.
Εξέλαμψαν τότε οι ερπύστριες. Αθέατες...


Χα! απεφάνθη, ένας παράξενος υποβολέας, μισό Εθνικός, μισο Ιουδαίος.
Οι προϊστάμενες αρχές αγρυπνούν. «Εύκολος μεζές η Ποιητική του υποκειμένου απέναντι σε κάθε πεζότητα ή επιστημονικοφάνεια.»
Τρόμο ή φασισμό.   
   
«Θα χρειαστεί εγκλεισμός» ξαναδιέγνωσε η Εξουσία.-


- Αρχέγονη και μέλλουσα ήταν η ψυχή σου Χριστίνα. Σαν θεότητα.
Ελευσία ήταν η ψυχή σου.
Οι Γραφές λένε πως κάποτε υπήρξες αληθινή θεά. Πως παραστάθηκες μάλιστα στη γέννηση του Απόλλωνος, παρηγορώντας τη μάνα του στις οδύνες της.


   Χριστίνα, εκεί, κάτω από την Αχαρνών, ήσουν δασκάλα.
Ειλειθυία! Η Μεγάλη Ερωτική. Των συνοικιών που χωρίζονται από Την άλλη πολιτεία, μ’ ένα στείρο ποτάμι.


     «Να έρχεσαι συχνά στον ύπνο μας. Κι εμείς λόγια του παραμυθιού θα
σου λέμε.
Και θα σ’ αγγίζουμε!
Να έρχεσαι λοιπόν. Γυμνή. Ατόφια.»


Έτσι αποχαιρέτησαν την Χριστίνα οι μαθητές της.
Εκεί, κάτω από την Αχαρνών
Σε πολιτείες που τις χωρίζει ένα στείρο ποτάμι.
Εκεί δίδαξε η Χριστίνα.
Πρίγκιπες της δυτικής όχθης είναι οι μαθητές μου, είχε πει
Και τους λάτρεψε.


   Σκύψαμε τότε εμείς σε πανάρχαια φυλαχτά, γυρεύοντας λέξεις του κόσμου.
Κι είδαμε!
Ιλάειρα φλόγα είναι η διδασκαλία. Συν-ουσία την είπανε οι ποιητές
Η γοητεία της δεν καταλύθηκε ποτέ.
Στη φοβερή και τρομερή κόψη αυτής της σχέσης, εδώ, στην κόψη της Ουτοπίας,
θα γεννηθεί η ψυχή των πραγμάτων, κι η φωτεινή Ιστορία του Ανθρώπου
Η υπερούσιος αρχή του παντός!
Εξαιτίας ενός Έρωτα που σκάβει το πρόσωπο


   Α-πόρησαν τότε οι ψυχαμοιβοί.
Ιερουργοί ακαιρίας!


«Ποια είναι αυτά τα εκκεντρικά παιδιά, που θέλουν να μας προεκτείνουν, σ’ αυτό που κάποτε ήταν το όνειρό μας
Με τα φθαρμένα τζιν τους, ποια βασιλεία διεκδικούν;
Ούτε μνήμη, ούτε ουτοπία.
Το παρόν. Το παρόν ως αναπόφευκτον
Ως Ιερά Εξέτασις
Να εξοντωθούν οι αγγελιαφόροι που προκαλούν θορύβους.»

Τα παιδιά μας Χριστίνα
Τα ανορθόγραφα, τα παραβατικά.
Προέκταση ερώτων και ονείρων που κάποτε κατοικήσαμε.
Η Κατερίνα, ο Αλέξης, η Ρηνιώ, η Σύνθια
Η Λητώ κι η Αντιγόνη.
Πάλλονται και παθιάζονται και ριγούν κι αποπλανούν ουράνιους.
Να αρθρώσουν το ενδότατον ρήμα, που κανείς σοφολογιότατος δεν τους το δίδαξε ποτέ.
Σαν ιερό πυρακτωμένο κάρβουνο κρατάμε στα χέρια μας την ψυχή τους.
Εκεί κάτω από την Αχαρνών
Η Ρηνιώ κι ο Αλέξης.
Παιδιά άξια, που αναλώνονται περήφανα στον μόχθο.
Μαθητές και μαθήτριες των «Τεχνικών... Εκπαιδευτηρίων» του Κηφισού
Είναι θλιμμένα. Αποθήκες ψυχών, που περίσσεψαν στο μέτρημα, τα σχολεία τους.
Είναι θλιμμένα. Πενθούν την δασκάλα τους και λιγάκι φοβούνται.
Αγγίζονται.


«Η γόνιμη γραμμή που θα περιφρουρήσει τη συνοχή μας, είναι
η αλληλεγγύη. Έτσι μας δίδαξε εκείνη.»


Κι έπειτα «έι, εσύ, καλώς όρισες!» λένε


«Σαν σε όραμα στάσου δίπλα μας»


   Την καίρια στιγμή τον είδα να παραμονεύει κύκλους φεγγαριών.
Μικρές αναδυόμενες τα μάτια του. Υποσχέσεις αμυθήτων δακρύων...
Τον είδα, σου λέω, Χριστίνα.
Δεν λησμόνησε να υψώσει λευκά πανιά στο ταξίδι της επιστροφής
Ξέρω, ξέρω. Εσύ έγειρες, λιγάκι, έτσι... για μια Πνοή ~ ~ ~ ~


«Ποίηση είναι η ικανοποίηση παιδιού που ισορροπεί»


Ω, ναι! Έτσι μου είχες πει εσύ.

Τώρα θα πέσω να κοιμηθώ, Χριστίνα
Με σβηστό το φως. Και χωρίς εφιάλτες.-                                                         
______________________________________________________
Αδημοσίευτο κείμενο που γράφτηκε τον Μάρτιο του 2001, με αφορμή τον θάνατο της Χριστίνας.