Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ’95


                                                                     «Ω λυτή αστραπή ...»  

                                                                                  Οδ. Ελύτης 
               
  Σκύψαμε με κατάνυξη σε φθαρμένα χειρόγραφα –παρατημένα στη σκόνη του καιρού– κι αφουγκραστήκαμε, σαν σε κοχύλι της θάλασσας, τους χτύπους της καρδιάς αυτής της πατρίδας: «Ύβριν χρη σβεννύναι μάλλον, η πυρκαϊήν».
  Είδαμε την πυρακτωμένη ωραιότητα των προσώπων. Τον ιερό πόνο.
  Πήραμε στα χέρια μας δάκρυα – υποσχέσεις, αξίας αμύθητης.

«Και αφού σε εξοντώσουν θα ’ναι ακόμα ωραίος ο κόσμος.
Εξαιτίας σου
Η καρδιά σου –καρδιά
Πραγματική στη θέση εκείνης που μας
Πήρανε
Ακόμη θα χτυπά και μια ευγνωμοσύνη
Από τα δέντρα που άγγιξες θα μας σκεπάζει
Ω λυτή αστραπή και πως σε ξαναδένουν.»

  Οι νέοι αγαπούν σπάταλα και απερίσκεπτα. Δεν αποβλέπουν στη συναλλαγή, δεν δίνουν αντιπαροχή ελευθερία και αξιοπρέπεια.
  Ο περίγυρος μετρά πάντα τη λογική σκοπιμότητα της πράξης. Η παραφορά της αγάπης, του είναι αδιανόητη, γιατί ξεφεύγει από τη λογική της συναλλαγής. Αφήνουμε λοιπόν στον περίγυρο, ακαδημαϊκό και φρόνιμο, να διεκπεραιώσει το ...χρέος. Να αρθροίσει λάθη, να υποπτευθεί σκοπιμότητες, να βαθμολογήσει αμηχανίες, να εκτιμήσει ζημιές ή κέρδη.
  -Ορέστης: Ω βασιλιά μου Απόλλωνα προστάτευσέ με από τις Ερινύες αυτές... * Τριγυρνάμε χρόνια σε ξεχασμένα τοπία της Αθήνας και του Πειραιά. Σε σχολεία κολαστήρια κι αποθήκες ψυχών περιττών. Νυχτερινά. Όπου η Τάξη απειλεί κι οι δάσκαλοι λειαίνουν με λίπος απάθειας νέους θωρακισμένους μηχανισμούς καταστολής και τρόμου, παραιτημένοι σφραγιδοφύλακες, ψυχαμοιβοί με τόση λίγη ελπίδα, που κι ο θάνατος ακόμη φαίνεται νάχει δίκιο. Εκεί που η νύχτα αναλύεται στη φρίκη της, εκεί υπάρχουνε παιδιά που αντιστέκονται, για ν’ αποδείξουν πως ο κόσμος έγινε στο ανάστημά τους. Είναι οι μικροί μας Γνώριμοι, ο Σπύρος, η Χριστίνα, η Κατερίνα, τα παιδιά ενός άλλου Πολυτεχνείου, η προέκταση του ονείρου μας, οι μικροί πρίγκηπες της δυτικής όχθης.
  Οι ανορθόγραφοι, οι αγράμματοι, οι αλήτες –πειθαρχώντας στην αρμονία ρημάτων εσωτερικών που ποτέ κανένας λογιότατος δεν τους τα δίδαξε. Τους παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα να αυτοσχεδιάζουν δραματικά, να πάλλονται και να σκιρτούν επινοώντας το λόγο τους, αρθρώνοντας την περηφάνεια τους στον πανικό ενός περίγυρου εθισμένου στη σιωπή ή τον ψίθυρο.
  «Κράτησε μου το χέρι, φοβάμαι· η αλληλεγγύη είναι το όπλο μας.»
  Σαν Οδυσσεία που κύρτωσαν, στρέψαμε τα μάτια κατά τα βράχια.
  Σκαρφαλωμένες κι άφθαρτες μένουν εκεί και μας καλούν σε ταξιδάκια αναψυχής και καριέρες ασύστολες, οι σειρήνες του ασήμαντου. Εκεί στα βράχια σβήνει και χάνεται το ασημένιο νόημα μιας Ιστορίας που χρεωθήκαμε να δώσουμε στα παιδιά και μεις την αρνηθήκαμε.
  Στρέψαμε τα μάτια κατά Άνοιξη.
  Υποκλιθήκαμε στην αρετή του αφιλόκερδου πάθους.
  Του πάθους που δεν θέλει τον άνθρωπο ούτε δούλο ούτε έμπορο της ίδιας του της ζωής. Του ανατρεπτικού πάθους που περνά και χλευάζει κάθε μονοσήμαντη, μίζερη, υποκριτική και μικρόψυχη θέαση ζωής.
  Που περιφρονεί βαθύτατα τη θλίψη μιας ανεχούς συναλλαγής.
  Που είναι επιθυμία κι άρωμα συνύπαρξης.
  Είδαμε παιδιά που μαρτύρησαν κι έγειραν σε τελετές αποτρόπαιες.
  Με μαύρα ρούχα κι αλλόκοτα μαλλιά, αγόρια και κορίτσια με μιαν υπέροχη θλίψη στα μάτια, με σημαίες και όνειρα να τραγουδούν τραγούδια που τόσο νοσταλγήσαμε και αγαπάμε... Του μέλλοντός τους... στην κόψη της Ουτοπίας γεννιέται η ψυχή των πραγμάτων

                                                                                                                                                         μ.τ.
                                                                                                     4ο Εσπερινό ΤΕΛ Καμινίων 17.11.95

______________________________________________________________________________
Δημοσιεύτηκε την 1η Νοεμβρίου του 1995 στην εφημερίδα "Ρήξεις στην Εκπαίδευση". Στις 17 του Νοέμβρη, διμοιρίες των Μ.Α.Τ. πέρασαν τις πύλες του Πολυτεχνείου για πρώτη φορά μετά τη μεταπολίτευση. Συνέλαβαν 500 άτομα. Ανάμεσά τους 150 ανήλικοι.






* Απόλλων: Δε θα σε παρατήσω, φύλακάς σου θα στέκομαι ως το τέλος. Βλέπεις απόκαμαν οι ξέφρενες αυτές οι σιχαμένες  
πανάρχαιες γριές, κόρες της νύχτας. Για το κακό γεννήθηκαν και στο σκοτάδι ζούνε, και βγάζουν μάτια, κόβουνε κεφάλια, 
και για του γένους το χαμό παιδιά ευνουχίζουν...
Φεύγα και μη δειλιάσεις. Γιατί πάντα ξοπίσω σου θα τρέχω.
                                                                                                                                          Αισχύλος «Ευμενίδες»                                                                                                                                                                             

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου