Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2019

Έκτρωση

εγω ο Οιδιποδας
πορευομενος αεναα καθετως των αιωνων
ερχομαι να σου μιλησω
ανηθικες συνειδησεις σπαραξαν αθωο το κορμι μου
πουγινε ωστοσο απ την αρχη
οχι οτι πιστευω να μ' εννοησεις
ειναι που θελω ν' αποκαταστησω την Α-ληθεια -μου-
πριν γινει τουτη δω φιδι να σε συντριψει
η Ιστορια - που λες
ξεδοντιαρα γρια κακομουτσουνη - σαν εσενα τον ιδιο
απ τη στιγμη που σε γεννησε
μη εχοντας καρδια να βρεθει μετ' εαυτης
ηδονιζονταν οτι επροβαλε ανευ ουσιας περιστατικα
ναι ο Λαϊος υπηρξε ο πατερας μου
ομως εγω απο δαυτον κρατησα μονο το σπερμα
που καποια μοιραια στιγμη
του πηρε η μανα μου Ιοκαστη γιατι της ανηκε
ο υπολοιπος δεν ηταν στα μετρα μου
ετσι τον δολοφονησα
θελω να σου μιλησω για την Ιοκαστη
εγω - ο Οιδιποδας - να σου μιλησω για την Ιοκαστη
την αγαπω
η Ιοκαστη γενοβολησε πολλα μπασταρδια
λαχταρουσε να πλαγιαζει με αντρες
το μοναδικο εντουτοις παιδι που της γεννησε
το δικο μου αγγαλιασμα
ηταν η Αντιγονη (ο Πολυνεικης υπηρξε καθαροαιμος εραστης της)
δεν ξερω να μιλω οπως αναπνεω για να στο πω
πως επειτα εφυγα μακρυα
να πεθανω για ν' αναστηθω
τα ματια μου ποτε δεν ταβγαλα
με τα ιδια μου τα χερια μου μαλιστα
εμενα τα χερια μου εχουν νυχια σκληρα
να σκαβουν το θανατο βαθεια στην καρδια
χυδαιων προσχηματων
ομως
πως να το πω
καπου αποκαμα
μια στιγμη χρονια χιλια δεν ξερω
τοτε εκεινη χαθηκε
μιλω για την Ιοκαστη τη μανα μου
σαν γεννας οδυνη
ομορφη
η μοναξια μου
κι εγω ο Οιδιποδας
χυθηκα σε μια λαχταρα αναζητησης
της χαμενης μου αγαπημενης
κι εκεινοι εμειναν ανιδεοι
καθως εγω υψωθηκα
κι εγω εμεινα κει μαγεμενος
να τους χλευαζω
καθως εκεινοι προσπερνουσαν πασαλειμενοι
αμαρτηματα
τους πανικους των προγονων
η ακριβη μου αγαπημενη
ο ερωτας της μυριζε γη
χιλια τραγουδια τρυφερα μου ψιθυρισε το αιμα της
το αιμα της ωραιας μου ειναι το δικο μου αιμα
η μητρα της νανουρισε τις πρωτες μου μνημες
απ τα δικα της στηθια ρουφηξα το γαλα και το μελι της ζωης
κοιλοπονεσε η καλη μου οτι μου αποκαλυψε τον κοσμο
ομοια εγω τωρα σφαδαζω γυρευοντας αυτη
μονη
αγγιξε με χερι κατανυξης τα μαλλια το κορμι μου
ηπιε το χυμο του δεντρου μου
αφουγκραστηκε τα μυστικα των σπλαχνων μου
ποιοι θεοι ποιες αγαπες ποια χαμογελα αγγελων
της πηραν το μυαλο
ποιοι ανεμοι
γνωση με κερασε συνοδοιπορος μου ο χρονος
απ της γης τα σωθικα πεταχτηκα στον κοσμο
σε βουνα αντρειωθηκα
αθωων μαστων το γαλα βυζαξα
αθωος ο ιδιος κι ανυπερασπιστος
διχως αρχη και τελος
χαραχτηκα σε μια λαχταρα αναζητησης της μανας μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου